- ὑπόστερνον
- ὑπόστερνοςunder the breastmasc/fem acc sgὑπόστερνοςunder the breastneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόστερνος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από το στέρνο, κάτω από τον θώρακα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπόστερνον «ὑπογάστριον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. πρό στερνος] … Dictionary of Greek